ὀπάων

ὀπάων
ὀπάων, -ονος
Grammatical information: m.
Meaning: `fellow, companion' (Il.);
Other forms: ὀπέων, -ωνος (Hdt.).
Dialectal forms: Myc. oqawoni (Heubeck IF 63, 116).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: From ὀπά-[F]ων `belonging to the followers, suite', from *ὀπά f. `followers, suite', verbal noun of ἕπομαι (on the psilosis s. v. ὀπάζω). Cf. the synonymous κοινών, -άν (\< -άων). Bechtel Lex. s. v. (after Fick 1, 141 a.o.), Schwyzer 521. Older lit. (with explanations that must be rejected) in Bq; to be rejected also Prellwitz Glotta 19, 98.
Page in Frisk: 2,401-402

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οπάων — ὀπάων, ονος, ιων. τ. ὀπέων, ωνος ή ονος, ὁ (Α) 1. σύντροφος στον πόλεμο, συμπολεμιστής 2. υπασπιστής 3. ακόλουθος, θεράπων («οἵ τέ σφεων ὀπέονες ἀποπεμφθέντες... ἀποκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου», Ηρόδ.) 4. ως επίθ. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος… …   Dictionary of Greek

  • ὀπάων — ὀπά̱ων , ὀπάων comrade masc nom/voc sg ὀπά̱ων , ὀπή opening fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπέων — ὀπάων comrade masc nom/voc sg (ionic) ὀπή opening fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπέωνας — ὀπάων comrade masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπέωνες — ὀπάων comrade masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …   Dictionary of Greek

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • διδυμάων — ( ονος), ο, η (Α) 1. δίδυμος 2. στον πληθ. διδυμάονες δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική τού δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος… …   Dictionary of Greek

  • οπέων — ὀπέων, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. οπάων …   Dictionary of Greek

  • συνοπάων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) συνοπαδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀπάων «σύντροφος, οπαδός»] …   Dictionary of Greek

  • ὀπαόνων — ὀπᾱόνων , ὀπάων comrade masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”